δακτυλογράφηση

δακτυλογράφηση
[-ις (-εως)] η печатание на машинке

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "δακτυλογράφηση" в других словарях:

  • δακτυλογράφηση — η γράψιμο σε γραφομηχανή ή ηλεκτρονικό υπολογιστή: Έδωσα τα χειρόγραφα για δακτυλογράφηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δακτυλογράφηση — η [δακτυλογραφώ] η γραφή ή αντιγραφή ενός κειμένου με γραφομηχανή …   Dictionary of Greek

  • παρόραμα — το, ΝΜΑ [παρορώ] λάθος από αβλεψία, από έλλειψη προσοχής, αβλέπτημα νεοελλ. λάθος τυπογραφικό ή σφάλμα κατά τη δακτυλογράφηση κειμένου («διορθώσεις παροραμάτων») μσν. κάτι που αξίζει να τό παραβλέπει, να τό περιφρονεί κανείς μσν. αρχ. 1. κάτι που …   Dictionary of Greek

  • σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων …   Dictionary of Greek

  • χειρόγραφος — η, ο / χειρόγραφος, ον, ΝΜΑ, και τ. ουδ. χερόγραφον Α 1. γραμμένος με το χέρι, σε αντιδιαστολή προς τον προφορικό 2. το ουδ. ως ουσ. το χειρόγραφο(ν) οποιοδήποτε κείμενο γραμμένο με το χέρι (α. «το χειρόγραφο τού άρθρου του δόθηκε για… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»